- εξαρχαΐζω
- εξαρχάισα, εξαρχαΐστηκα, εξαρχαϊσμένος, μτβ., κάνω κάτι αρχαιόπρεπο ως προς τη μορφή (ιδίως για τη γλώσσα).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εξαρχαΐζω — [αρχαΐζω] κάνω κάτι αρχαϊκό, αρχαιοπρεπές, τού δίνω την αρχαία μορφή … Dictionary of Greek
εξαρχαϊσμός — ο [εξαρχαΐζω] η τάση και το αποτέλεσμα τού εξαρχαΐζω, η μεταβολή ώστε να πλησιάσει κάτι στα αρχαία πρότυπα («εξαρχαϊσμός τής γλώσσας») … Dictionary of Greek